χιονόχρους

χιονόχρους
-ουν, Μ
(συνηρ. τ.) βλ. χιονόχροος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιονόχροος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, ουν, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού, χιονόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χροος / χρους (< χρώς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό χροος / χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”